αμασία

αμασία
η [μασώ]
το να μην έχει κανείς κάτι να μασήσει, να φάει, έλλειψη τροφής, στέρηση, πείνα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Γλαφυρή — Αγία της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Λέγεται και Γλαφύρα. Η αυτοκράτειρα Κωνσταντία, στην υπηρεσία της οποίας βρισκόταν, για να την προστατέψει από τον Λικίνιο την έστειλε στην Ανατολή. Πέθανε στην Αμάσια και τιμάται στις 26 Απριλίου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”